- ψυχρομετρία
- η, Ν(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής υγρομετρικής κατάστασης τού ατμοσφαιρικού αέρα και τον προσδιορισμό της με το ψυχρόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -μετρία*. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. psychrometrie].
Dictionary of Greek. 2013.